- συνείκω
- συν-είκω, zusammen nachgeben
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
συνείκω — (I) ΜΑ ενδίδω, υποχωρώ μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εἴκω «υποχωρώ, παραδίνομαι»]. (II) Α (ως απρόσ.) συνείκει (κατά τον Ησύχ.) «συμφέρει». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παραδίδεται και με τη γρφ. συνείκη, πιθ. μτγν. τ. τού συνενείκη, αόρ. β τού συμφέρω] … Dictionary of Greek
συνήκω — και δωρ. τ. συνίκω και μτγν. δωρ. τ. συνείκω Α 1. έχω έλθει μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο 2. συναντώμαι στο ίδιο σημείο, συμπίπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἥκω «έρχομαι, φτάνω»] … Dictionary of Greek
σύνειξις — είξεως, ἡ, Α [συνείκω (Ι)] υποχώρηση … Dictionary of Greek